Αναζήτησες τη λέξη "ξεφορτώνω" στα Ελληνικά
ξεφορτώνω ξεφορτώνω (Ρήμα) (ενεστ. ξε-φορ-τώ-νω, αόρ. ξεφόρτωσα, | 820.mp3 shkarkoj (Folje) (e tashme shkar-koj, e kr. thj v. shkarkova, | 820.mp3 разгружать (Глагол) (ενεστ. раз-гру-жать, αόρ. разгрузил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |