Αναζήτησες τη λέξη "ξεσκονίζω" στα Ελληνικά
ξεσκονίζω ξεσκονίζω (Ρήμα) (ενεστ. ξε-σκο-νί-ζω, αόρ. ξεσκόνισα, Παραδείγματα | 819.mp3 shpluhuros (Folje) (e tashme shplu-hu-ros, e kr. thj v. shpluhurosa, | 819.mp3 вытирать пыль (Глагол) (ενεστ. вы-ти-рать пыль, αόρ. вытер пыль (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |