Αναζήτησες τη λέξη "ξεπαγώνω" στα Ελληνικά
ξεπαγώνω ξεπαγώνω (Ρήμα) (ενεστ. ξε-πα-γώ-νω, αόρ. ξεπάγωσα, | 816.mp3 shkrij (Folje) (e tashme shkrij, e kr. thj v. shkriva, | 816.mp3 размораживать (Глагол) (ενεστ. раз-мо-ра-жи-вать, αόρ. разморозил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |