Αναζήτησες τη λέξη "ξενυχτώ" στα Ελληνικά
ξενυχτώ ξενυχτώ (Ρήμα) (ενεστ. ξε-νυ-χτώ, αόρ. ξενύχτησα, | 815.mp3 gdhihem (Folje) (e tashme gdhi-hem, e kr. thj v. gdhiva, | 815.mp3 проводить ночь без сна (Глагол) (ενεστ. про-во-дить ночь без сна, αόρ. провёл ночь без сна (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |