Αναζήτησες τη λέξη "ξενοφοβία" στα Ελληνικά
ξενοφοβία ξενοφοβία (η) (Ουσιαστικό) (ξε-νο-φο-βί-α, γεν. -ας) Παραδείγματα | 814.mp3 ksenofobi (Emër) (kse-no-fo-bi, gj. -së) Shembuj | 814.mp3 ксенофобия (Существительное) (ксе-но-фо-би-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |