Αναζήτησες τη λέξη "ξεκουράζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| ξεκουράζω ξεκουράζω (Ρήμα) (ενεστ. ξε-κου-ρά-ζω, αόρ. ξεκούρασα,  | 812.mp3 çlodh (Folje) (e tashme çlodh, e kr. thj v. çlodha,  | 812.mp3 снимать усталость (Глагол) (ενεστ. сни-мать ус-та-лость, αόρ. снял усталость (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!