Αναζήτησες τη λέξη "ξεβιδώνω" στα Ελληνικά
ξεβιδώνω ξεβιδώνω (Ρήμα) (ενεστ. ξε-βι-δώ-νω, αόρ. ξεβίδωσα, | 811.mp3 zhvidhos (Folje) (e tashme zhvi-dhos, e kr. thj v. zhvidhosa, | 811.mp3 откручивать (Глагол) (ενεστ. от-кру-чи-вать, αόρ. открутил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |