Αναζήτησες τη λέξη "ξαφνιάζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| ξαφνιάζω ξαφνιάζω (Ρήμα) (ενεστ. ξαφ-νιά-ζω, αόρ. ξάφνιασα,  | 808.mp3 befasoj (Folje) (e tashme be-fa-soj, e kr. thj v. befasova,  | 808.mp3   удивлять (Глагол) (ενεστ. у-див-лять, αόρ. удивил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!