Αναζήτησες τη λέξη "ξαπλώνω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| ξαπλώνω ξαπλώνω (Ρήμα) (ενεστ. ξα-πλώ-νω, αόρ. ξάπλωσα,  | 807.mp3 shtrihem (Folje) (e tashme shtri-hem, e kr. thj v. shtriva,  | 807.mp3 лечь (Глагол) (ενεστ. лечь, αόρ. лёг (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.)) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!