Αναζήτησες τη λέξη "ξαγρυπνώ" στα Ελληνικά
ξαγρυπνώ ξαγρυπνώ (Ρήμα) (ενεστ. ξα-γρυ-πνώ, αόρ. ξαγρύπνησα, | 804.mp3 gdhij (Folje) (e tashme gdhij, e kr. thj v. gdhiva, | 804.mp3 бодрствовать (Глагол) (ενεστ. бодр-ство-вать, αόρ. бодрствовал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |