Αναζήτησες τη λέξη "ξέρω" στα Ελληνικά ξέρω ξέρω(Ρήμα)(ενεστ. ξέ-ρω, αόρ. ήξερα)ΠαραδείγματαΣήμερα δεν ήξερα καλά το μάθημα. Σε ήξερα για φρόνιμο παιδί. 818.mp3 di(Folje)(e tashme di, e kr. thj v. dita, pjesore ditur)ShembujSot nuk e dija mirë mësimin. Të dija për fëmijë të mençur. 818.mp3 знать(Глагол)(ενεστ. знать, αόρ. знал (муж.), -а (жен.), -о (ср.))ПримерыСегодня я не знал хорошо урок. Я тебя знала как послушного ребенка. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я