Αναζήτησες τη λέξη "ξάδερφος" στα Ελληνικά
ξάδερφος ξάδερφος (ο) (Ουσιαστικό) (ξά-δερ-φος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 805.mp3 kushëri (Emër) (ku-shë-ri, gj. -it, sh. -njtë, gj. -njve) | 805.mp3 двоюродный брат (Существительное) (дво-ю-род-ный брат) |