Αναζήτησες τη λέξη "νύφη" στα Ελληνικά νύφη νύφη (η) (Ουσιαστικό)(νύ-φη, γεν. -ης,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΟ γαμπρός περιμένει τη νύφη στην εκκλησία. Όλες οι νύφες στολίστηκαν όμορφα για το πανηγύρι του χωριού. Πεθερά και νύφη κάθισαν δίπλα δίπλα στην εκκλησία. Πραγματική νύφη! 801.mp3 nuse(Emër)(nu-se, gj. -es,sh. -et, gj. -eve)ShembujDhëndri pret nusen në kishë. Të gjitha nuset u zbukuruan bukur për festën fshatit. Vjehërr dhe nuse u ulën pranë e pranë në kishë. Nuse e vërtetë! 801.mp3 невеста(Существительное)(не-вес-та, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыЖених ждёт невесту в церкви. Все невесты нарядились для деревенского праздника. Свекровь и невестка сели рядом в церкви. Какая красивая! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я