Αναζήτησες τη λέξη "νόμιμος" στα Ελληνικά
νόμιμος νόμιμος, -η, -ο (Επίθετο) (νό-μι-μος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 795.mp3 (i,e) ligjshëm, -e (Mbiemër) ((i,e) ligj-shëm, (e,të) -ëm, -e) Shembuj
| 795.mp3 законный, -ая, -ое (Прилагательное) (за-кон-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |