Αναζήτησες τη λέξη "νυστάζω" στα Ελληνικά
νυστάζω νυστάζω (Ρήμα) (ενεστ. νυ-στά-ζω, αόρ. νύσταξα, | 800.mp3 dremit (Folje) (e tashme dre-mit, e kr. thj v. dremita, | 800.mp3 хотеть спать (Глагол) (ενεστ. хо-теть спать, αόρ. захотел спать (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |