Αναζήτησες τη λέξη "νοστιμίζω" στα Ελληνικά
νοστιμίζω νοστιμίζω (Ρήμα) (ενεστ. νο-στι-μί-ζω, αόρ. νοστίμισα, | 798.mp3 shijoj (Folje) (e tashme shi-joj, e kr. thj v. shijova, | 798.mp3 придавать вкус (Глагол) (ενεστ. при-да-вать вкус, αόρ. придал вкус (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |