Αναζήτησες τη λέξη "νοσοκόμα" στα Ελληνικά
νοσοκόμα νοσοκόμα (η) (Ουσιαστικό) (νο-σο-κό-μα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) Παραδείγματα | 797.mp3 infermier (Emër) (in-fer-mi-er, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 797.mp3 медбрат (Существительное) (мед-брат, γεν. -а, πληθ. -я, γεν. -ев) |