Αναζήτησες τη λέξη "νοικοκυρά" στα Ελληνικά
νοικοκυρά νοικοκυρά (η) (Ουσιαστικό) (νοι-κο-κυ-ρά, γεν. -άς, πληθ. -ές, γεν. -ών) | 793.mp3 shtëpiake (Emër) (shtë-pi-a-ke, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 793.mp3 домохозяйка (Существительное) (до-мо-хо-зяй-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |