Αναζήτησες τη λέξη "νιφάδα" στα Ελληνικά
νιφάδα νιφάδα (η) (Ουσιαστικό) (νι-φά-δα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) Παραδείγματα | 790.mp3 flok bore (Emër/Emër) (flok bo-re) Shembuj | 790.mp3 снежинка (Существительное) (сне-жин-ка, γεν. -и, πληθ. -и) Примеры |