Αναζήτησες τη λέξη "νικώ" στα Ελληνικά
νικώ νικώ (Ρήμα) (ενεστ. νι-κώ, αόρ. νίκησα, | 789.mp3 fitoj (Folje) (e tashme fi-toj/mund, e kr. thj v. fitova/munda, | 789.mp3 побеждать (Глагол) (ενεστ. по-беж-дать, αόρ. победил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |