Αναζήτησες τη λέξη "νιαουρίζω" στα Ελληνικά
νιαουρίζω νιαουρίζω (Ρήμα) (ενεστ. νια-ου-ρί-ζω, αόρ. νιαούρισα) | 788.mp3 mjaullij (Folje) (e tashme mja-u-llij, e kr. thj v. mjaulliva, | 788.mp3 мяукать (Глагол) (ενεστ. мя-у-кать, αόρ. мяукал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |