Αναζήτησες τη λέξη "νηστικός" στα Ελληνικά
νηστικός νηστικός, -ή/-ιά, -ό (Επίθετο) (νη-στι-κός, γεν. -ού, -ής/-ιάς, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) Παραδείγματα | 787.mp3 (i,e) uritur (Mbiemër) ((i,e) u-ri-tur, (e,të) -r, -a) | 787.mp3 голодный, -ая, -ое (Прилагательное) (го-лод-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) Примеры |