Αναζήτησες τη λέξη "νηστεία" στα Ελληνικά
νηστεία νηστεία (η) (Ουσιαστικό) (νη-στεί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 786.mp3 agjërim (Emër) (a-gjë-rim, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 786.mp3 пост (Существительное) (пост, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |