Αναζήτησες τη λέξη "νευρικός" στα Ελληνικά
νευρικός νευρικός, -ή, -ό (Επίθετο) (νευ-ρι-κός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 783.mp3 nervoz, -e (Mbiemër) (ner-voz, -ë, -e) | 783.mp3 нервный, -ая, -ое (Прилагательное) (нерв-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |