Αναζήτησες τη λέξη "νεροχύτης" στα Ελληνικά
νεροχύτης νεροχύτης (ο) (Ουσιαστικό) (νε-ρο-χύ-της, γεν. -η, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 782.mp3 lavapjatë (Emër) (la-va-pja-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 782.mp3 раковина (водопроводная) (Существительное) (ра-ко-ви-на, γεν. -ы, πληθ. -ы) |