Αναζήτησες τη λέξη "νεκρός" στα Ελληνικά
νεκρός νεκρός, -ή/-ά, -ό (Επίθετο) (νε-κρός, γεν. -ού, -ής/-άς, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 779.mp3 (i,e) vdekur (Mbiemër) ((i,e) vde-kur, (e,të) -r, -a) | 779.mp3 мёртвый, -ая, -ое (Прилагательное) (мёрт-вый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |