Αναζήτησες τη λέξη "νεαρός" στα Ελληνικά
νεαρός νεαρός, -ή/-ά, -ό (Επίθετο) (νε-α-ρός, γεν. -ού, -ής/-άς, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 778.mp3 (i) ri, (e) re (Mbiemër) (i ri, (e,të) rinj - (e, të) reja) -nj, -a) | 778.mp3 молодой, -ая, -ое (Прилагательное) (мо-ло-дой, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |