Αναζήτησες τη λέξη "ναύτης" στα Ελληνικά
ναύτης ναύτης (ο) (Ουσιαστικό) (ναύ-της, γεν. -η, πληθ. -ες, γεν. -ών) Παραδείγματα | 777.mp3 marinar (Emër) (ma-ri-nar, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 777.mp3 моряк (Существительное) (мо-ряк, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |