Αναζήτησες τη λέξη "ναυάγιο" στα Ελληνικά
ναυάγιο ναυάγιο (το) (Ουσιαστικό) (ναυ-ά-γι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 776.mp3 anijethyerje (Emër/Emër) (a-ni-je-thy-er-je/dë-shtim) | 776.mp3 кораблекрушение (Существительное) (ко-раб-ле-кру-ше-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |