Αναζήτησες τη λέξη "ναρκώνω" στα Ελληνικά
ναρκώνω ναρκώνω (Ρήμα) (ενεστ. ναρ-κώ-νω, αόρ. νάρκωσα, Παραδείγματα | 775.mp3 narkotizoj (Folje) (e tashme nar-ko-ti-zoj, e kr. thj v. narkotizova, | 775.mp3 делать наркоз (Глагол) (ενεστ. у-сып-лять, αόρ. усыпил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |