Αναζήτησες τη λέξη "νήμα" στα Ελληνικά

νήμα νήμα (το)

(Ουσιαστικό)

(νή-μα, γεν. -ατος,
πληθ. -ατα, γεν. -άτων)

785.mp3 fije

(Emër)

(fi-je, gj. -es,
sh. -et, gj. -eve)

785.mp3 нить
audio/mp3/ru/other/785b.mp3 лента

(Существительное)

(нить, γεν. -и,
πληθ. -и, γεν. -ей)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я