Αναζήτησες τη λέξη "νέφος" στα Ελληνικά

νέφος νέφος (το)

(Ουσιαστικό)

(νέ-φος, γεν. -ους,
πληθ. -η, γεν. -ών)

784.mp3 re
audio/mp3/al/other/784b.mp3 gaz

(Emër/Emër)

(re/gaz)

784.mp3 облако
audio/mp3/ru/other/784b.mp3 туча

(Существительное)

(об-ла-ко, γεν. -а,
πληθ. -а, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я