Αναζήτησες τη λέξη "νέος" στα Ελληνικά
νέος νέος, -α, -ο (Επίθετο) (νέ-ος, γεν. -ου, -ας, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 780.mp3 (i) ri, (e) re (Mbiemër) (i ri, (e,të) rinj - (e, të) reja) -nj, -a) | 780.mp3 новый, -ая, -ое (Прилагательное) (но-вый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |