Αναζήτησες τη λέξη "μωρό" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
μωρό μωρό (το) (Ουσιαστικό) (μω-ρό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) Παραδείγματα | 773.mp3 foshnjë (Emër) (fo-shnjë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 773.mp3 ребёнок (Существительное) (ре-бё-нок, γεν. -а) |