Αναζήτησες τη λέξη "μωρό" στα Ελληνικά μωρό μωρό (το) (Ουσιαστικό)(μω-ρό, γεν. -ού,πληθ. -ά, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΤο μωρό είναι πολύ ήσυχο. Γιατί κλαίει το μωρό; 773.mp3 foshnjë(Emër)(fo-shnjë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujFëmija është shumë i qetë. Pse qan fëmija? 773.mp3 ребёнок(Существительное)(ре-бё-нок, γεν. -а)ПримерыЭтот ребёнок очень спокойный. Почему плачет ребёнок? Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я