Αναζήτησες τη λέξη "μπουκάλι" στα Ελληνικά
μπουκάλι μπουκάλι (το) (Ουσιαστικό) (μπου-κά-λι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 770.mp3 shishe (Emër) (shi-she, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 770.mp3 бутылка (Существительное) (бы-тыл-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |