Αναζήτησες τη λέξη "μπορώ" στα Ελληνικά

μπορώ μπορώ

(Ρήμα)

(ενεστ. μπο-ρώ, αόρ. μπόρεσα)

769.mp3 mund

(Folje)

(e tashme mund, e kr. thj v. munda,
pjesore mundur)

769.mp3 мочь

(Глагол)

(ενεστ. мочь, αόρ. смог (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.))

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я