Αναζήτησες τη λέξη "μπισκότο" στα Ελληνικά
μπισκότο μπισκότο (το) (Ουσιαστικό) (μπι-σκό-το, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) Παραδείγματα | 768.mp3 biskotë (Emër) (bis-ko-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 768.mp3 печенье (Существительное) (пе-чень-е, γεν. -я) |