Αναζήτησες τη λέξη "μπερδεύω" στα Ελληνικά

μπερδεύω μπερδεύω

(Ρήμα)

(ενεστ. μπερ-δεύ-ω, αόρ. μπέρδεψα,
παθ. αόρ. μπερδεύτηκα, παθ. μτχ. μπερδεμένος)

767.mp3 ngatërroj

(Folje)

(e tashme nga-të-rroj, e kr. thj v. ngatërrova,
e kr. thj. jov. u ngatërrova, pjesore ngatërruar)

767.mp3 путать

(Глагол)

(ενεστ. пу-тать, αόρ. перепутал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. запутался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. запутанный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я