Αναζήτησες τη λέξη "μπερδεύω" στα Ελληνικά
μπερδεύω μπερδεύω (Ρήμα) (ενεστ. μπερ-δεύ-ω, αόρ. μπέρδεψα, | 767.mp3 ngatërroj (Folje) (e tashme nga-të-rroj, e kr. thj v. ngatërrova, | 767.mp3 путать (Глагол) (ενεστ. пу-тать, αόρ. перепутал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |