Αναζήτησες τη λέξη "μπαταρία" στα Ελληνικά
μπαταρία μπαταρία (η) (Ουσιαστικό) (μπα-τα-ρί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 766.mp3 bateri (Emër) (ba-te-ri, gj. -së, sh. -të, gj. -ive) | 766.mp3 батарея (Существительное) (ба-та-ре-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |