Αναζήτησες τη λέξη "μπαστούνι" στα Ελληνικά
μπαστούνι μπαστούνι (το) (Ουσιαστικό) (μπα-στού-νι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 765.mp3 bastun (Emër) (bas-tun, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 765.mp3 трость (Существительное) (трость, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |