Αναζήτησες τη λέξη "μπανιέρα" στα Ελληνικά μπανιέρα μπανιέρα (η) (Ουσιαστικό)(μπα-νιέ-ρα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΈκανε το μπάνιο του στην μπανιέρα του σπιτιού. Η μητέρα μου πλένει τις κουβέρτες στην μπανιέρα. Η μπανιέρα μας στο σπίτι είναι μεγάλη. 763.mp3 vaskë(Emër)(vas-kë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujBëri banjën e tij në vaskën e shtëpisë. Nëna ime lan batanijet në vaskë. Vaska jonë në shtëpi është e madhe. 763.mp3 ванна(Существительное)(ван-на, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыОн помылся в домашней ванне. Моя мама стирает одеяла в ванне. У нас дома большая ванна. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я