Αναζήτησες τη λέξη "μπάνιο" στα Ελληνικά

μπάνιο μπάνιο (το)

(Ουσιαστικό)

(μπά-νιο, γεν. -ου,
πληθ. -α)

764.mp3 banjë

(Emër)

(ba-një, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

764.mp3 ванная

(Существительное)

(ван-на-я, γεν. -ой,
πληθ. -ые, γεν. -ых)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я