Αναζήτησες τη λέξη "μονάδα" στα Ελληνικά
μονάδα μονάδα (η) (Ουσιαστικό) (μο-νά-δα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 758.mp3 njësi (Emër) (një-si/njësh, gj. -së/it, sh. -të/at, gj. -ive/ave) | 758.mp3 единица (Существительное) (е-ди-ни-ца, γεν. -ы, πληθ. -ы) Примеры
|