Αναζήτησες τη λέξη "μιλάω" στα Ελληνικά
μιλάω μιλάω (Ρήμα) (ενεστ. μι-λά-ω, αόρ. μίλησα, | 752.mp3 flas (Folje) (e tashme flas, e kr. thj v. fola, | 752.mp3 разговаривать (Глагол) (ενεστ. раз-го-ва-ри-вать, αόρ. поговорил (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |