Αναζήτησες τη λέξη "μικρός" στα Ελληνικά
μικρός μικρός, -ή, -ό (Επίθετο) (μι-κρός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 751.mp3 i vogël (Emër) (i vo-gël) | 751.mp3 маленький, -ая, -ое (Прилагательное) (ма-лень-кий, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ие, -ие, -ие) |