Αναζήτησες τη λέξη "μηχανή" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| μηχανή μηχανή (η) (Ουσιαστικό) (μη-χα-νή, γεν. -ής, πληθ. -ές, γεν. -ών) | 749.mp3   motor (Emër/Emër) (mo-tor/a-pa-rat) | 749.mp3   механизм (Существительное) (ме-ха-низм, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!