Αναζήτησες τη λέξη "μετρώ" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| μετρώ μετρώ (Ρήμα) (ενεστ. με-τρώ, αόρ. μέτρησα,  | 744.mp3 numëroj (Folje) (e tashme nu-më-roj, e kr. thj v. numërova,  | 744.mp3 считать (Глагол) (ενεστ. счи-тать, αόρ. посчитал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!