Αναζήτησες τη λέξη "μεταφράζω" στα Ελληνικά
μεταφράζω μεταφράζω (Ρήμα) (ενεστ. με-τα-φρά-ζω, αόρ. μετέφρασα, | 741.mp3 përkthej (Folje) (e tashme për-kthej, e kr. thj v. përktheva, | 741.mp3 переводить (Глагол) (ενεστ. пе-ре-во-дить, αόρ. перевёл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |