Αναζήτησες τη λέξη "μεταφέρω" στα Ελληνικά
μεταφέρω μεταφέρω (Ρήμα) (ενεστ. με-τα-φέ-ρω, αόρ. μετέφερα, | 740.mp3 transportoj (Folje) (e tashme tran-spor-toj, e kr. thj v. transportova, | 740.mp3 перевозить (Глагол) (ενεστ. пе-ре-во-зить, αόρ. перевёз (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.), |