Αναζήτησες τη λέξη "μετανιώνω" στα Ελληνικά
μετανιώνω μετανιώνω (Ρήμα) (ενεστ. με-τα-νιώ-νω, αόρ. μετάνιωσα, | 739.mp3 pendohem (Folje) (e tashme pe-ndo-hem | 739.mp3 сожалеть (Глагол) (ενεστ. рас-ка-и-вать-ся, αόρ. раскаялся (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), |